- αναθρηνώ
- (-έω) (Α ἀναθρηνῶ)θρηνώ μεγαλόφωνα, θρηνολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + θρηνῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναθρηνῶ — ἀναθρηνέω lift up one s voice in wailing pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναθρηνέω lift up one s voice in wailing pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… … Dictionary of Greek
συναναθρηνώ — έω, Α [ἀναθρηνῶ] θρηνώ γοερά μαζί με άλλον … Dictionary of Greek